- αντιπαραγγελια
- ἀντιπαραγγελίαἀντι-παραγγελίαἥ соискательство должности Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιπαραγγελία — η (Α ἀντιπαραγγελία) νεοελλ. 1. νέα παραγγελία αντίθετη προς την προηγούμενη 2. παραγγελία που γίνεται σε συσχετισμό με άλλη αρχ. αντίπαλη υποψηφιότητα για δημόσιο αξίωμα … Dictionary of Greek
ἀντιπαραγγελίαν — ἀντιπαραγγελίᾱν , ἀντιπαραγγελία competition for a public office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)